Τρίτη, Φεβρουαρίου 19, 2008

Το φαινόμενο Τσίπρα

Η εκλογή του Αλέξη Τσίπρα στην ηγεσία του Συνασπισμού φαίνεται να αλλάζει προς το παρόν τα δεδομένα του πολιτικού σκηνικού, τουλάχιστον ως προς τη δυναμική που φαίνεται να αναπτύσσεται στα μικρότερα κόμματα. Οι απόψεις για το που μπορεί να φτάσει αυτή η δυναμική διίστανται. Οι υποστηρικτές του μιλάνε ακόμα και για ανατροπή του δικομματισμού παραλληλίζοντας το Συνασπισμό του 2008 με το ΠΑΣΟΚ του 1974!!! Κάποιοι άλλοι θεωρούν πως γρήγορα θα ξεφουσκώσει και θυμίζουν την εποχή που το νεοσύστατο κόμμα του Αβραμόπουλου (Κ.Ε.Π.) εμφανιζόταν στις δημοσκοπήσεις με 15%.

Είναι γεγονός πως η συγκυρία είναι άκρως ευνοϊκή για το νέο αρχηγό του Συνασπισμού. Τα κόμματα εξουσίας έχουν κουράσει και έχουν κορεστεί, οι ηγεσίες τους δεν εμπνέουν και τα κορυφαία στελέχη τους δείχνουν γερασμένα και εκφραστές μιας άλλης εποχής στα μάτια της διψασμένης για κάτι διαφορετικό νέας γενιάς. Και είναι ίσως η πρώτη φορά που υπό τον όρο νέα γενιά μπορούν να συσπειρωθούν οι γενιές όλων εκείνων που αισθάνονται αποκλεισμένοι από την προοπτική για καλύτερο μέλλον, ακόμα και αν έχουν ξεπεράσει την ηλικία των 40. Ταυτόχρονα οι ακραίες θέσεις των άλλων δύο μικρότερων κομμάτων απομακρύνουν την πλειοψηφία των παραγωγικών στρωμάτων από το ακροατήριό τους καθιστώντας το Συνασπισμό τη μοναδική ελκυστική εναλλακτική επιλογή.

Αναμφισβήτητα λοιπόν αποτελεί θετική πρόκληση για τους ψηφοφόρους, η εμφάνιση στο προσκήνιο, για πρώτη φορά στην ιστορία της Ελληνικής Δημοκρατίας, ενός αρχηγού κόμματος που δεν προέρχεται από κανένα πολιτικό τζάκι και είναι μόλις 33 χρονών. Επομένως θα είναι τραγικό λάθος να υποτιμηθεί και να θεωρηθεί πως θα ξεφουσκώσει έτσι απλά με το πέρασμα του χρόνου. Όσο μάλιστα δέχεται προσωπικές επιθέσεις θα γίνεται όλο και περισσότερο συμπαθής όχι μόνο στους ουδέτερους αλλά και στους δεδηλωμένους οπαδούς των άλλων κομμάτων.

Βέβαια ο δικομματισμός έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα ανθεκτικός και σε άλλες περιπτώσεις στο παρελθόν όταν κάποιοι πίστεψαν πως έχει κλείσει τον κύκλο του. Και όσοι προσπαθούν να συγκρίνουν τον Τσίπρα με τον Ανδρέα Παπανδρέου και το 2008 με το 1974 αγνοούν βασικές παραμέτρους της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν επιβλήθηκε στο πολιτικό σκηνικό προσπαθώντας να προβληθεί ως μόδα και εκφράζοντας μια ηλικιακή ανανέωση, αλλά με τη χαρισματική φυσιογνωμία του κατάφερε να ανατρέψει κατεστημένα δεκαετιών και να εκφράσει ένα πολύ μεγάλο τμήμα της χώρας που για 40 χρόνια βρισκόταν στη «σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού», καταπιεσμένο και με συσωρευμένη τη δυσαρέσκεια από τις αντιδημοκρατικές διαδικασίες και την έντονη επιθυμία για κοινωνική δικαιοσύνη. Αλλά ακόμα και ο Ανδρέας ίσως να μην τα κατάφερνε ποτέ αν δεν έφερε εκτός των άλλων και ένα όνομα που όπως αποδεικνύεται έως και σήμερα είναι συνώνυμο με τους αγώνες για τη δημοκρατία και παραμένει πάντα βαθιά ριζωμένο σ’ ένα κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού.

Έχω την αίσθηση πως προς το παρόν ο Τσίπρας προσπαθεί απλώς να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία και να γίνει η νέα μόδα της πολιτικής ζωής του τόπου με όρους που θυμίζουν τη ΔΑΠ στα Πανεπιστήμια της δεκαετίας του 80. Ανατροπές πραγματοποιούνται με ουσιαστικές πολιτικές και όχι με ρητορικές για το ποιος είναι αριστερός και ποιος όχι. Άλλωστε επί της ουσίας δεν νομίζω πως ο Συνασπισμός με εξαίρεση τη θητεία του Αλέκου Αλαβάνου εξέφραζε πραγματικά αριστερές απόψεις ή πολιτικές. Έχει όμως μια χρυσή ευκαιρία για να δείξει τις ικανότητές του και να πείσει ένα μεγάλο κομμάτι της κοινής γνώμης που τον βλέπει ήδη με θετικό μάτι. Η παρακμή που αποπνέουν τα υπόλοιπα κόμματα αυτήν την περίοδο είναι το μεγάλο του όπλο. Όμως η νίκη σε έναν αγώνα δεν εξαρτάται μόνο από τη δική σου απόδοση. Σε πολλές περιπτώσεις εξαρτάται και από την απόδοση του αντιπάλου, από τα λάθη του τις αδυναμίες και τις παραλείψεις του.

Το ΠΑΣΟΚ αν θέλει να περιορίσει την απήχηση του φαινόμενου Τσίπρα και να συνεχίσει να διαδραματίζει το ρόλο που έχει έως σήμερα πρέπει άμεσα να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να εκφράσει ξανά με πειστικό τρόπο τις προσδοκίες των μεσαίων στρωμάτων της Ελληνικής κοινωνίας.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 18, 2008

Προεδρικές Εκλογές στην Κύπρο

Οι χθεσινές εκλογές για τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας επεφύλαξαν μια μεγάλη έκπληξη τον αποκλεισμό του απερχόμενου Προέδρου Τάσου Παπαδόπουλου από το δεύτερο γύρο των εκλογών. Έκπληξη που για όσους ταυτίζονται με την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας την περίοδο 1996 – 2004 μάλλον θα πρέπει να χαρακτηρισθεί ευχάριστη.

Παρά το γεγονός ότι η ΕΔΕΚ στήριζε την υποψηφιότητα του Τάσου Παπαδόπουλου είχα από την αρχή ταχθεί υπέρ της υποψηφιότητας του Δημήτρη Χριστόφια τον οποίο θεωρώ έναν έξυπνο, διορατικό και εκσυγχρονιστή πολιτικό. Αριστερός και πραγματιστής που δεν έχει καμία σχέση με τους δήθεν αριστερούς πολιτικούς στον Ελλαδικό χώρο. Στη συνάντηση που είχε μαζί του η Διοικούσα Επιτροπή του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας στην πρόσφατη επίσκεψή της στην Κύπρο τον περασμένο Νοέμβριο μου δόθηκε η ευκαιρία να επιβεβαιώσω τις απόψεις μου για το πρόσωπό του.

Η Κύπρος την τελευταία πενταετία έχασε μεγάλες ευκαιρίες και κυρίως έχασε την ευκαιρία να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για κάποιο θετικό αποτέλεσμα στο μεγάλο πρόβλημα που την ταλανίζει εδώ και 35 περίπου χρόνια. Ευθύνες για το γεγονός που δεν κατορθώθηκε να επιβληθεί στις διαπραγματεύσεις ένα καλύτερο σχέδιο που θα ήταν αποδεκτό από τον Κυπριακό λαό έχει και η Κυπριακή αλλά και η Ελληνική κυβέρνηση οι οποίες στην πιο κρίσιμη χρονικά στιγμή της δύσκολης διαδρομής από το 74 και μετά, δυστυχώς ήταν κατώτερες των περιστάσεων. Πιστεύω πως η μεγάλη ευκαιρία για την Κύπρο χάθηκε σε εκείνο το μοιραίο δυστύχημα με το θάνατο του Γιάννου Κρανιδιώτη ο οποίος θα γινόταν σίγουρα Πρόεδρος το 2003 και θα μπορούσε να αλλάξει το μέλλον της Κύπρου.

Ελπίζω πως από την επόμενη Δευτέρα η αλλαγή σελίδας θα είναι προς τ’ αριστερά και θ’ αποτελέσει την αρχή για ευρύτερα θετικές προοπτικές στην εξέλιξη της Κύπρου σ’ ένα σύγχρονο Ευρωπαϊκό Κράτος.


Πέμπτη, Φεβρουαρίου 07, 2008

Συνάντηση με το πεπρωμένο

Το προηγούμενο Σάββατο στο αεροπλάνο καθώς επέστρεφα από το Βελιγράδι πληροφορήθηκα από τις αθλητικές εφημερίδες κάτι που περίμενα να πραγματοποιηθεί τουλάχιστον εδώ και είκοσι χρόνια. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αθλητή με το πάθος και την καρδιά του πρωταθλητή, ο Παναγιώτης Γιαννάκης, τον οποίο κάθε φορά που τον έβλεπα να αγωνίζεται έλεγα πως είναι γεννημένος για να παίξει στον Ολυμπιακό, επιστρέφει εκεί από όπου ξεκίνησε στον Πειραιά και γίνεται για πρώτη φορά μέλος της οικογένειας του Θρύλου.

Πρώτη φορά που συζητήθηκε πως θα γίνει αθλητής του Ολυμπιακού ήταν το 1984. Τότε βέβαια η ΑΕΚ ήταν αυτή που έφτασε πραγματικά πολύ κοντά στη μεταγραφή του, πριν τον αρπάξει την τελευταία στιγμή ο Άρης, μια μεταγραφή που άλλαξε την ιστορία του Ελληνικού μπάσκετ και του Ελληνικού αθλητισμού γενικότερα.

Το 1988 συμφώνησε με τον Πρόεδρο για να μετακομίσει στον Πειραιά, αλλά οι γενικότερες εξελίξεις του σκανδάλου που συγκλόνισε τότε την Ελληνική κοινωνία (σήμερα και ο τελευταίος δημοσιογραφίσκος διαχειρίζεται περισσότερα χρήματα και όλοι το θεωρούν φυσιολογικό) τον προλάβανε με αποτέλεσμα η συμφωνία να μην υλοποιηθεί ποτέ.

Το 1994 ο Ιωαννίδης και ο Σαλονίκης άργησαν και είχε ήδη κάνει τη λάθος κίνηση δημιουργώντας το μοναδικό μελανό σημείο της καριέρας του, αφού συνδέθηκε έστω και έμμεσα με τη μεγαλύτερη κλοπή στην ιστορία του Ευρωπαϊκού μπάσκετ τον Απρίλιο του 1996.

Το 2005 οι Αγγελόπουλοι προτίμησαν τον Ισραηλινό ταβερνιάρη από τη μόνη επιλογή που θα μπορούσε να κάνει ξανά τον Ολυμπιακό ανταγωνιστικό σε Ελλάδα και Ευρώπη. Τότε πίστεψα πως δεν θα έρθει ποτέ στον Ολυμπιακό αφού καλύτερη συγκυρία δεν μπορούσε να υπάρξει.

Θυμάμαι το Μάιο του 1991 ύστερα από μία αποτυχημένη χρονιά, όταν ο Ολυμπιακός ανακοίνωνε την πρόσληψη του Φώσκολου ως προπονητή για την επόμενη περίοδο, με ρώτησε ο Δημήτρης την άποψή μου και του απάντησα πως το δικό μου όνειρο είναι να προπονήσει την ομάδα ο Ιωαννίδης. Εκείνο το καλοκαίρι ο Σωκράτης Κόκκαλης ανέλαβε την προεδρία στην ομάδα μπάσκετ του Ολυμπιακού και αμέσως έφερε τον ξανθό για να δημιουργήσει την αυτοκρατορία των 90’s. Το ίδιο του είχα πει και μετά την πρόσληψη Κασλάουσκας το 2004 μόνο που στη θέση του Ιωαννίδη ήταν πλέον ο Γιαννάκης. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως οι Αγγελόπουλοι που παρακολουθούσαν χρόνια την ομάδα δεν μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν τα προφανή και αυτονόητα και το 2004 και το 2005.

Είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά τον Παναγιώτη Γιαννάκη την περίοδο 1983 – 1984 όταν ήταν ακόμα μπασκετμπολίστας στον Ιωνικό και προπονούσε παράλληλα τη Δάφνη Δαφνίου, την ομάδα του Δάσους Χαϊδαρίου, η οποία αγωνιζόταν τότε στη Β Κατηγορία Αθηνών. Εγώ πιτσιρικάς 14 – 15 χρονών έπαιζα στην παιδική ομάδα της Δάφνης και τον θαύμαζα απεριόριστα. Το πάθος για τη νίκη, η εργατικότητα και το μυαλωμένο παιχνίδι του ήταν τα στοιχεία που για μένα τον έκαναν τον καλύτερο έλληνα αθλητή όλων των εποχών πάνω και από τον Νίκο Γκάλη με το ανεπανάληπτο ταλέντο. Η συνύπαρξη του με το Γιάννη Ιωαννίδη που επίσης θαύμαζα για τους παραπάνω λόγους αλλά και το Νίκο Γκάλη έδωσε ξεχωριστό νόημα στα βράδια κάθε Πέμπτης από το 1986 έως και το 1991.

Δίπλα στον Παναγιώτη Γιαννάκη στον πάγκο του Ολυμπιακού θα βρίσκεται ο Μίλαν Τόμιτς, επίσης γεννημένος νικητής. Κοινό τους στοιχείο ότι ήταν οι βασικοί play makers των δύο μεγάλων ομάδων που δημιούργησε ο Ιωαννίδης. Το τρίποντο του Μίλαν στον ημιτελικό της Σαραγόσα είναι το καλάθι που έχω πανηγυρίσει πιο έξαλα από οτιδήποτε άλλο στη ζωή μου. Πιστεύω πως αποτελούν τον ιδανικό συνδυασμό για να ξανακάνουν τον Ολυμπιακό Πρωταθλητή.

Επιτέλους λοιπόν, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση,

Παναγιώτη, welcome home.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 06, 2008

Αντιστοίχιση Διπλωμάτων Πολυτεχνικών Σχολών με Master

Ίσως το κυριότερο γνώρισμα των τελευταίων χρόνων στο χώρο της εργασίας και της εκπαίδευσης είναι η ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη στον τομέα της παραγωγής. Αυτή η εξέλιξη είναι εύλογο πως δημιουργεί νέα δεδομένα στην αγορά εργασίας αλλά και στο χώρο του πανεπιστημίου. Το γεγονός αυτό σε συνάρτηση με την ολοένα αυξανόμενη ζήτηση σε πανεπιστημιακή εκπαίδευση και με την αθρόα είσοδο στην αγορά εργασίας Ελλήνων αποφοίτων κυρίως από πανεπιστήμια του Αγγλοσαξονικού προτύπου λειτουργίας, έχει δημιουργήσει αρκετά προβλήματα. Το πρωταρχικό θέμα για τους αποφοίτους των ελληνικών πολυτεχνείων είναι πως ενώ ο κύκλος σπουδών τους διαρκεί πέντε έτη, ο κύκλος σπουδών του αγγλοσαξονικού προτύπου διαρκεί εξίσου πέντε ή και σε μερικές περιπτώσεις τέσσερα χρόνια, με την βασική διαφορά όμως την ενσωμάτωση και μεταπτυχιακού κύκλου επιπέδου Master στο πρότυπο αυτό. Παρουσιάζεται το φαινόμενο λοιπόν άνθρωποι με ίδια έτη φοίτησης να έχουν διαφορετικού ακαδημαϊκού επιπέδου τίτλο σπουδών. Είναι εύλογο λοιπόν να δημιουργούνται κάποιες ανισότητες στη αγορά εργασίας στον κλάδο των μηχανικών. Υπερασπιζόμενοι το ίσο δικαίωμα πρόσβασης στην εργασία θεωρώ πως κάτι τέτοιο είναι δείγμα κοινωνικής αδικίας.
Ήδη από το 2002 στο πλαίσιο δράσης του ΤΕΕ, υπάρχει μια ολοκληρωμένη διαβούλευση με τα Πολυτεχνεία, τις Πολυτεχνικές Σχολές και τους Συλλόγους των Μηχανικών. Στόχος μας θα πρέπει να είναι η υιοθέτηση των προτάσεων των Πρυτανικών αρχών των Πολυτεχνείων της χώρας, του Τ.Ε.Ε. και του Ανώτατου Συμβουλίου Παιδείας σχετικά με την αντιστοίχηση των τίτλων σπουδών των Ελληνικών Πολυτεχνείων με εκείνους του Αγγλοσαξονικού Master. Θα πρέπει να διερευνήσουμε σε συνεργασία με το ΤΕΕ, το μείζον θέμα των επαγγελματικών δικαιωμάτων καθώς και τη δυνατότητα μετατροπής των διπλωμάτων των μηχανικών σε master.
Ο πενταετής κύκλος σπουδών των διπλωματούχων μηχανικών είναι βασική προϋπόθεση για την απόκτηση γνώσεων επιπέδου κατάλληλου για την άσκηση του επαγγέλματος του μηχανικού. Η αναγνώριση του διπλώματος των μηχανικών από τα ελληνικά ΑΕΙ, ως ισότιμου του αγγλοσαξονικού Master, είναι επιβεβλημένη λόγω της 5ετούς διάρκειας και του υψηλού επιπέδου σπουδών.
Ειδικότερα, οι τίτλοι σπουδών Σχολών και Τμημάτων των Ελληνικών Πανεπιστημίων που αναφέρονται σε αντικείμενα με θετικό-εφαρμοσμένο (τεχνολογικό) προσανατολισμό και που προκύπτουν ύστερα από σπουδές πενταετούς διάρκειας και ενιαίας αδιάσπαστης δομής, στις οποίες περιλαμβάνεται και ένα εξάμηνο τουλάχιστον για την εκπόνηση της αναγκαίας διπλωματικής εργασίας εμβάθυνσης, θα πρέπει να είναι ισοδύναμοι με το δίπλωμα Master που χορηγούν τα ομοταγή με τα Ελληνικά ΑΕΙ Αγγλοσαξονικά Πανεπιστήμια.
Την ίδια στιγμή που το δίπλωμα 5ετούς κύκλου σπουδών θα αναγνωρίζεται ως Master of Science in Civil Engineering, θα πρέπει να αποτελεί και προϋπόθεση για την πρόσβαση στο Επάγγελμα. Έτσι θα διασφαλίζεται ότι τα διπλώματα δεν θα υποβαθμιστούν. Όμως το πλαίσιο άσκησης των επαγγελμάτων θα πρέπει να αναθεωρηθεί ώστε να μπορούν παλαιές και νέες ειδικότητες με παράλληλη πρόσβαση να ασκούν το επάγγελμα.
Συμπληρωματικά, ο ρόλος του ΤΕΕ θα πρέπει να αναγνωριστεί ως φορέας πιστοποίησης των προσόντων και των επαγγελματικών δικαιωμάτων όλων των Διπλωματούχων της Ανώτατης Εκπαίδευσης και όλων των βαθμίδων της τεχνικής εκπαίδευσης.