Πέμπτη, Ιανουαρίου 14, 2010

Πολιτικές ανάπτυξης και αναβάθμισης του Κέντρου της Αθήνας

Η Ελλάδα σήμερα αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη κρίση από τα χρόνια της μεταπολίτευσης. Στο επίκεντρο της η οικονομία: τα μεγάλα ελλείμματα του κράτους, το αυξημένο κόστος δανεισμού, η γενικευμένη ύφεση, η μειωμένη ανταγωνιστικότητα, η ωρολογιακή βόμβα του ασφαλιστικού για να αναφέρουμε μόνο μερικά από αυτά που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας και χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης.

Η κρίση αυτή αγγίζει όλους τους τομείς και όλες τις εκφάνσεις του επαγγέλματος του μηχανικού στη χώρα μας και δυστυχώς δεν οφείλεται αποκλειστικά, όπως κάποιοι τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να μας πείσουν, στη παγκόσμια οικονομική κρίση (οπότε θα ήταν μελλοντικά ευκολότερα αναστρέψιμη), αλλά κυρίως στις λανθασμένες επιλογές αυτών που τα προηγούμενα έξι χρόνια διοικούσαν το κράτος οδηγώντας το στο χείλος του γκρεμού.

Η κρίση αυτής της μορφής μπορεί αποτελεσματικότερα να αντιμετωπιστεί δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη και ανάπτυξη μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω σχεδιασμού ενός ευρύτερου πλέγματος πολιτικών που θα οδηγήσει στην υλοποίηση σημαντικών έργων υποδομής αλλά και θα ενισχύσει γενικότερα τον κατασκευαστικό κλάδο ο οποίος αποτελεί παραδοσιακά κινητήριο δύναμη της οικονομίας αφού παράγει κεφάλαιο και εργασία με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα.

Προσβλέπουμε σε έργα υποδομής που αφενός θα τονώσουν την οικονομική δραστηριότητα αλλά ταυτόχρονα θα υπηρετούν πολιτικές για την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής και τη βελτίωση και προστασία του περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο αυτό εκτός από την υλοποίηση μεγάλων έργων υποδομής φιλικών προς το περιβάλλον όπως ο σιδηρόδρομος ή το μετρό Αθήνας και Θεσσαλονίκης είναι απαραίτητο να αναζητηθούν πολιτικές οι οποίες θα βελτιώσουν την καθημερινότητα του πολίτη. Οι πολιτικές αυτές θα μπορούσαν να επικεντρωθούν σε πρώτη φάση στην πρωτεύουσα με σκοπό τη βελτίωση των απαράδεκτων συνθηκών διαβίωσης που επικρατούν σε πολλές περιοχές της.

Τα αποτελέσματα μπορεί να είναι διττά αφού προωθώντας αναπλάσεις μικρής και μεγάλης κλίμακας οι οποίες θα δώσουν πνοή και ένα περισσότερο περιβαλλοντικό χαρακτήρα στην πόλη θα τονωθεί ταυτόχρονα η οικοδομική δραστηριότητα που βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα και βάλλεται συνεχώς. Οι «περιβαλλοντικές αναπλάσεις» και οι «περιβαλλοντικές απαλλοτριώσεις» είναι το μεγάλο στοίχημα της επόμενης δεκαετίας για την Αθήνα και προϋποθέτουν βέβαια τη δημιουργία ενός περιβαλλοντικού ΓΟΚ (Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού) που θα επιτρέπει κάτι τέτοιο.

Ήδη χάσαμε μια μεγάλη ευκαιρία για την Αθήνα. Στους Ολυμπιακούς του 2004 είχαμε καταφέρει να «φτιάξουμε» μια πόλη πρότυπο. Πέρα από τα Ολυμπιακά έργα των οποίων οι σημερινές χρήσεις είναι ένα άλλο τεράστιο κεφάλαιο, το κέντρο της πόλης ήταν υποδειγματικό. Το 2004 θα μπορούσε να είναι το όχημα για περαιτέρω βελτιώσεις. Αντίθετα όχι μόνο δε διατηρήσαμε αυτά τα επίπεδα αλλά εγκαταλείψαμε κάθε προσπάθεια κι αν εξαιρέσουμε τις συγκοινωνίες (μετρό, μη ρυπογόνα τρόλεϊ και λεωφορεία) και τα οδικά δίκτυα, δεν μας έμεινε σχεδόν καμιά άλλη κληρονομιά. Η συμβολή του τεχνικού κόσμου της χώρας στην πραγματοποίηση των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας ήταν και είναι ανεκτίμητη. Η διεξαγωγή τους δεν θα ήταν εφικτή χωρίς το όραμα και την σπουδαία προσπάθεια των Ελλήνων Μηχανικών προσπάθεια που δημιούργησε έστω και βραχυπρόθεσμα συνθήκες ανάπτυξης και ευημερίας για τη χώρα. Σήμερα όμως, σημασία δεν έχει απλώς η καταγραφή των αρνητικών δεδομένων αλλά παίρνοντας μαθήματα από την κακοδιαχείρηση της Ολυμπιακής κληρονομιάς, να εξετάσουμε την περίπτωση σαν παράδειγμα προς αποφυγή και να εργαστούμε για το μέλλον.

Τα βασικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν από την εγκατάλειψη και στη συνέχεια απαξίωση των γειτονιών της Αθήνας μπορούν επιγραμματικά να συνοψιστούν στα εξής:
- Έλλειψη ελεύθερων χώρων και χώρων πρασίνου που θα δώσουν μια διαφορετική εικόνα στην πόλη και θα βελτιώσουν την ποιότητα ζωής.
- Έλλειψη επικαιροποιημένου γενικού πολεοδομικού σχεδιασμού.
- Γκετοποίηση με μετανάστες να στοιβάζονται σε εγκαταλελειμμένα σπίτια και γειτονιές που αφού δεν έχουν κατοικίες ερημώνονται, με αποτέλεσμα να ανθεί η εγκληματικότητα.
- Μη συντήρηση των υποδομών (βρώμικα και κατεστραμμένα πεζοδρόμια και πλατείες, εγκαταλελειμμένοι χώροι πρασίνου που δημιουργούν εστίες μόλυνσης).
- Εγκατάλειψη δημόσιων κτιρίων (βρώμικες προσόψεις, καταλήψεις κ.α.).
- Υποβάθμιση, μείωση της αξίας ιδιοκτησιών με αποτέλεσμα την εγκατάλειψη κατοικιών και κατ’ επέκταση τη δραματική μείωση των τιμών.

Eίναι χαρακτηριστικό ότι στο Mεταξουργείο υπάρχουν παλαιά σπίτια από 800 ευρώ/τ.μ., το ίδιο και στα Πατήσια και στην πλατεία Bικτωρίας, ενώ, σύμφωνα με τελευταία έρευνα, οι κατώτερες τιμές συναντώνται στην πλατεία Aμερικής και στην πλατεία Aττικής με 700-800 ευρώ/τ.μ.
Στον Άγιο Παντελεήμονα τα μεταχειρισμένα διαμερίσματα αγοράζονται κυρίως από αλλοδαπούς κάτω από 1.000 ευρώ/τ.μ., ενώ σε Kολωνό και Σταθμό Λαρίσης οι τιμές κυμαίνονται από 800 έως 1.200 ευρώ/τ.μ.


Προκειμένου να εξαλειφθούν τα φαινόμενα αυτά το πρώτο που πρέπει να αλλάξει είναι η αντίληψή μας. Το να «ζεις καλά στην πόλη» δεν είναι ατομική υπόθεση είναι και υπόθεση συλλογική και σίγουρα της πολιτείας. Αφορά, πρωτίστως στη βιώσιμη ανάπτυξη και στην παροχή δημόσιων αγαθών (υποδομές εκπαίδευσης και υγείας, ασφάλεια, συγκοινωνίες, ποιότητα περιβάλλοντος, πολιτισμός, αναψυχή κλπ).

Οι προοδευτικοί πολίτες, που εργαζόμαστε ή/και κατοικούμε στην Αθήνα και ως μηχανικοί με εξειδικευμένη γνώση, οφείλουμε να υποχρεώσουμε το κράτος να λειτουργήσει σε όφελος της πόλης. Οφείλουμε να προκαλέσουμε έναν ευρύτατο κοινωνικό διάλογο, για το πώς θέλουμε να είναι η Αθήνα, για τις λύσεις που θα συμβάλουν ώστε αυτό να επιτευχθεί και για το πώς θα επιμερισθούν τα κόστη και οι ωφέλειες. Οι βελτιωτικές παρεμβάσεις και η πιο ‘οραματική’ άποψη για το σχεδιασμό της πόλης του αύριο δεν είναι απαραίτητα δύο ασύμβατες μεταξύ τους πρακτικές.

Το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας μελετά και επεξεργάζεται προτάσεις από τις οποίες θα προκύψουν τεχνικές λύσεις και διαδικασίες για την αναβάθμιση του κέντρου της Αθήνας. Ο στόχος δεν είναι η διαβούλευση χωρίς τέρμα αλλά η υιοθέτηση πολύ συγκεκριμένων υλοποιήσιμων προτάσεων και η κατάθεσή τους στα αρμόδια όργανα της πολιτείας.

Οι πρώτες σκέψεις κινούνται στους παρακάτω άξονες:

«Περιβαλλοντική απαλλοτρίωση»: Ένα μέτρο που μπορεί να βοηθήσει στην ‘επαναδημιουργία’ της πόλης, στην αλλαγή χρήσεων στο κέντρο, με σημαντικά οφέλη για την προστασία του περιβάλλοντος και την αναπτυξιακή δραστηριότητα. Η πρόταση συνίσταται στην απελευθέρωση χώρων στην Αθήνα με την αντικατάσταση ολόκληρων οικοδομικών τετραγώνων που αποτελούνται από ξεπερασμένα αντιαισθητικά, αντιλειτουργικά, κι ενεργοβόρα κτήρια στη θέση των οποίων θα κατασκευαστεί ένα και μοναδικό νεόδμητο βιοκλιματικό κτίριο, ψηλότερο από τα σημερινά με εξασφάλιση ελεύθερων χώρων και θέσεων στάθμευσης. Μία λύση που αποδεδειγμένα θα συμβάλλει και στην αντιμετώπιση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Η ιδέα θα μπορούσε να επεκταθεί και σε «απόσυρση» μεμονωμένων κτιρίων (δίνοντας κίνητρα στους ιδιοκτήτες), που κατασκευάστηκαν μαζικά με εντελώς λάθος τρόπο τις δεκαετίες του 60 και του 70 και επιβάρυναν την εικόνα και τη λειτουργικότητα της πόλης.

«Αξιοποίηση των ακινήτων του δημοσίου»: Με παρεμβάσεις στα ακίνητα του Δημοσίου μπορούμε να αλλάξουμε την εικόνα της Αθήνας. Οι πόλεις διεθνώς χαρακτηρίζονται από τα δημόσια κτίρια τους που αποτελούν σημαντικούς πόλους έλξης. Το ελληνικό δημόσιο (Υπουργεία, Ασφαλιστικά Ταμεία κ.α.) διαθέτει ένα σημαντικό κτιριακό απόθεμα ικανό να αποτελέσει μοχλό αναζωογόνησης της πόλης. Ο επανασχεδιασμός των δημόσιων κτιρίων με σκοπό τη στέγαση δημόσιων λειτουργιών μπορεί να αλλάξει τη μορφή ολόκληρων γειτονιών στην Αθήνα. Περιοχές όπως το Μεταξουργείο – Πλατεία Καραϊσκάκη, Πλατεία Αττικής, Αθηνάς, έχουν ανάγκη από χρήσεις που δεν θα περιορίζονται σε τραπεζοκαθίσματα και βραδινή διασκέδαση. Χρειάζεται να εμπλουτιστούν με λειτουργίες εξυπηρέτησης των πολιτών μέσα σε κτίρια που πληρούν τις αρχές του βιοκλιματικού σχεδιασμού και της πράσινης ανάπτυξης σχετικά και με την ενεργειακή κατανάλωση. Το ελληνικό δημόσιο μπορεί και πρέπει να αλλάξει τον τρόπο που σχεδιάζουμε και οικοδομούμε επενδύοντας στα δημόσια ακίνητα και αλλάζοντας έτσι τη μορφή της πόλης.

«Προστασία και ανάδειξη νεοκλασικών και ιστορικών κτηρίων»: Δυστυχώς το κέντρο της Αθήνας καταστράφηκε, αισθητικά και όχι μόνο, τις δεκαετίες της έξαρσης της αντιπαροχής με τις αλόγιστες κατεδαφίσεις ιστορικών και νεοκλασικών κτιρίων και τη δημιουργία στη θέση τους νέων που δεν πληρούν τις σύγχρονες προδιαγραφές και αποτελούν πολλές φορές κακόσχημες ‘παραφωνίες’. Είναι απαραίτητο να σωθούν και να αναδειχθούν τα εναπομείναντα κτίρια που σηματοδοτούν περιόδους σημαντικής αρχιτεκτονικής για τη χώρα μας. Ακόμα και οι πρώτες πολυκατοικίες του μεσοπολέμου ή των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων μπορούν να ανήκουν στην παραπάνω κατηγορία αφού αποτελούν δείγμα υψηλής αρχιτεκτονικής και δεν έχουν καμία σχέση με την κακογουστιά και τη μαζική κακοτεχνία που σάρωσε στη συνέχεια την Αθήνα και ολόκληρη τη χώρα.

Τέλος και πέρα από τις όποιες προτάσεις μπορεί να διατυπώσει κανείς για να συμβάλλει στην επίλυση του προβλήματος, χρειάζεται να δράσουμε: Να απαιτήσουμε να γίνει πιο εύκολη η ζωή όσων κατοίκων έχουν απομείνει και όσων δυνητικά θα επιστρέψουν, από τις κυκλοφοριακές ρυθμίσεις μέχρι τα σχολεία και την ασφάλεια. Να δοθούν κίνητρα ώστε να κατοικηθούν και πάλι οι υποβαθμισμένες γειτονιές. Χρειάζεται να αναλάβουμε πρωτοβουλίες για την ανάπλαση και αναβάθμιση του κέντρου. Στο ερώτημα «τι Κέντρο θέλουμε», να δώσουμε απαντήσεις, και αυτό που η κοινωνία οραματίστηκε, η κοινωνία να το υλοποιήσει. Θεωρώ ότι στις μαύρες τρύπες της Αθήνας, μπορεί να κριθεί συνολικά και σε εθνικό επίπεδο η ικανότητά μας να παρέμβουμε βελτιώνοντας τους χώρους που ζούμε με μικρές ή μεγαλύτερες παρεμβάσεις αλλά και αλλάζοντάς τους ριζικά όπου αυτό είναι απαραίτητο.


Δεν υπάρχουν σχόλια: